κατένευσε

κατένευσε
κατανεύω
nod assent
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατανεύω — (AM κατανεύω) κινώ το κεφάλι προς τα κάτω σε ένδειξη συμφωνίας, συναινώ, συγκατατίθεμαι («κάρτα δὴ ἀέκων κατανεύει», Ηρόδ.) μσν. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω μσν. αρχ. 1. έχω κλίση προς τα κάτω («ἐπειδὰν κατανεύση τὸ ἀγγεῑον», Γεωπ.) 2. υπόσχομαι …   Dictionary of Greek

  • πρόφρων — ο, η, ΝΜΑ, και θηλ. επικ. τ. πρόφρασσα Α ως επίθ. 1. αυτός που είναι διατεθειμένος να κάνει με προθυμία κάτι (α. «πρόφρων κατένευσε Κρονίων», Ομ. Ιλ. β. «πρόφρων σε Ἑρμῆς Ἅιδης τε δέχοιτο», Ευρ.) 2. πρόθυμος, γεμάτος ζήλο («ἀμύνοι πρόφρονι θυμῷ» …   Dictionary of Greek

  • κατένευσ' — κατένευσα , κατανεύω nod assent aor ind act 1st sg κατένευσε , κατανεύω nod assent aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”